-
1 διερχομαι
(fut. διελεύσομαι, aor. 2 διῆλθον)1) идти сквозь, проходить(ἄστυ, но μεγάροιο Hom.; πύλας Eur.; χώραν Thuc., Plat.; τὰ ὄρη Xen.; διὰ νήσου Her.)
2) пронзать(χροός Hom.)
3) перен. проникать вглубь, волновать(κἀμὲ διῆλθέ τι Eur.)
διέρχεται! Soph. — больно!4) расходиться, распространяться(βάξις διῆλθ΄ Ἀχαιούς Soph.; διῆλθεν ὅ λόγος ὅτι … Thuc.; θροῦς διῆλθεν ἐν τῷ στρατοπέδῳ Plut.)
5) проходить (до конца)(ὁδόν Her.)
διελθόντες τρεῖς σταθμούς Xen. — совершив три перехода;διελθεῖν τέν παιδείαν Xen. — закончить свое образование6) (о времени, жизни и т.п. - преимущ. в aor.) провести, прожить(ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν Eur.; δικαίως τὸν βίον Plat. - ср. 8; ἄνευ πολέμου τὸν χρόνον Plut.)
7) ( о времени) проходить, протекатьχρόνου οὐ πολλοῦ διελθόντος Her. — спустя немного времени;
ἅπας ὅ χρόνος διελήλυθεν Dem. — (на это) ушло все время;διῆλθε τῷ Μαρίῳ ὅ τῆς ὑπατείας χρόνος Plut. — время консульства Мария истекло8) ( в речи) пробегать, перечислять, перебирать, излагать, рассказывать(τι Pind., Thuc., Plat., Dem.; περί τινος Plat. и ὑπέρ τινος Polyb., Plut.)
ἐπεὴ τὸν τούτου διεληλύθαμεν βίον Plut. — после того, как мы описали его жизнь (ср. 6)
См. также в других словарях:
περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» … Dictionary of Greek